ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Α΄

ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Α΄

ΛΟΓΟΙ ΣΤ'. ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προβαίνουμε στὴν ἔκδοση τοῦ πρώτου τόμου μιᾶς νέας, τετράτομης, σειρᾶς ποὺ ἔχει τὸν γενικὸ τίτλο «Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου Λόγοι περὶ μοναχικῆς ζωῆς». Στὴν προηγούμενη, ἑξάτομη, σειρά, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε στὴν διάρκεια τῶν ἐτῶν 1998-2012 ὑπὸ τὸν τίτλο «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι», περιλαμβάνονται θέματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν καὶ στοὺς λαϊκοὺς καὶ στοὺς μοναχούς. Οἱ τέσσερεις τόμοι τῆς νέας σειρᾶς ἀναφέρονται κατ’ ἐξοχὴν στὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴν «ὑπομονητικὴ ζωὴ τοῦ Κοινοβίου» (Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Α΄, παρ. μζ΄). Τὰ θέματά τους σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶναι τὰ ἑξῆς: τὸ ξεκίνημα γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή, ὁ ἀγώνας τῶν ἀρχαρίων, ἡ μοναχικὴ κουρὰ καὶ οἱ μοναχικὲς ἀρετές, τὸ πρόγραμμα καὶ ἡ λειτουργία τοῦ Κοινοβίου, ἡ πνευματικὴ οἰκογένεια τοῦ Κοινοβίου καὶ ἡ θέση τοῦ Γέροντα ἢ τῆς Γερόντισσας μέσα σὲ αὐτήν, ἡ προσευχή, ἡ μελέτη, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ διακονία τῶν μοναχῶν.

Τὰ θέματα αὐτὰ δὲν ἀναπτύσσονται διεξοδικά. Ἔχουν συγκροτηθῆ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις, τὶς ὁποῖες ὁ Ὅσιος ἔδινε «εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς» (Β΄ Θεσ. 2, 15) σὲ κάθε ἀδελφὴ ποὺ μὲ εἰλικρίνεια προσπαθοῦσε νὰ ξεδιπλώση τὴν ψυχή της καὶ νὰ τοῦ ἐκθέση τὶς ἀδυναμίες της, τὶς δυσκολίες, τοὺς προβληματισμούς, τοὺς φόβους, τὶς πτώσεις καὶ γενικὰ τὸν καθημερινὸ προσωπικό της ἀγώνα στὴν παλαίστρα τοῦ κελλιοῦ καὶ τοῦ Κοινοβίου. Ἔχουν ἐπίσης συμπεριληφθῆ καὶ οἱ σχετικὲς ἐρωταποκρίσεις ἀπὸ τὶς Συνάξεις τῆς Ἀδελφότητος καὶ τῆς Γεροντίας ποὺ γίνονταν μὲ τὸν Ὅσιο, ὅταν ἐρχόταν στὸ Ἡσυχαστήριο. Μερικὲς φορὲς «ξαφνιάζουν» οἱ ἐρωταποκρίσεις, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ τὶς κατ᾽ ἰδίαν συζητήσεις τοῦ Ὁσίου μὲ τὴν Γερόντισσα καὶ οἱ ὁποῖες παρεμβάλλονται στὰ σχετικὰ κεφάλαια γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ὁλοκλήρωση τοῦ θέματος. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις οἱ ἐρωτήσεις ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς εἶναι παραπλήσιες, ὁπότε καὶ οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δίνονται διαφέρουν ἐλάχιστα. Οἱ ἐπαναλήψεις ὅμως αὐτὲς διατηρήθηκαν μὲ τὴν σκέψη ὅτι ὅλες μαζὶ οἱ παραλλαγὲς ἑνὸς νοήματος τὸ καθιστοῦν εὐκρινέστερο.

Οἱ λόγοι τοῦ Ὁσίου Παϊσίου καλύπτουν ὅλες σχεδὸν τὶς πτυχὲς τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, σὲ ὁρισμένες μάλιστα περιπτώσεις καὶ μὲ ἀρκετὲς λεπτομέρειες. Στὴν διάρκεια τῶν εἴκοσι ὀκτὼ ἐτῶν, ποὺ ὁ Ὅσιος παρακολουθοῦσε τὸ Κοινόβιο καὶ μᾶς συμβούλευε, μᾶς εἶπε πολλά· τόσα πολλὰ πού, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ, «ἂν αὐτὰ ἦταν μικρούτσικα πετραδάκια, θὰ χτίζαμε ἕνα σπίτι, ἤ, ἂν ἦταν σιτάρι, θὰ γεμίζαμε μιὰ μεγάλη ἀποθήκη». Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι οἱ λόγοι του εἶχαν ἀπὸ μέρους μας καὶ τὴν ἐφαρμογὴ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν καὶ ποὺ ὁ Ὅσιος περίμενε νὰ δῆ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶχε πεῖ: «Ἂν μποροῦσα, Γερόντισσα, νὰ ἔπαιρνα ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα καὶ νὰ σᾶς ἄφηνα μόνο ἕνα, ἴσως οἱ ἀδελφὲς βοηθιόνταν περισσότερο». Εὐχή μας εἶναι μὲ τὴν δημοσίευσή τους οἱ λόγοι τοῦ Ὁσίου νὰ βροῦν «καλὴ γῆ» (Ματθ. 13, 23) καὶ νὰ ἀποδώσουν ἄφθονο καρπό.

Οἱ μοναχοὶ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι μὲ «ὑλικὸ καὶ ρυπαρὸ σῶμα» (Κλῖμαξ, Α΄, ι΄), ἀγωνίζονται ὡστόσο νὰ μιμηθοῦν τοὺς Ἀγγέλους στὴν τέλεια καθαρότητα, στὴν ἀέναο δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς καὶ στὸ ἅγιο θέλημά Του. Αὐτὰ ὅμως καλοῦνται νὰ τὰ μιμηθοῦν σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν τὴν σωτηρία τους. Ἑπομένως, ἂν μελετοῦν καὶ οἱ λαϊκοὶ τὰ «περὶ μοναχικῆς ζωῆς», τότε τὸ φῶς τῆς ἀγγελομίμητης αὐτῆς ζωῆς θὰ φωτίση καὶ τὴν δική τους «τεθλιμμένη ὁδὸ» (Ματθ. 7, 14) καὶ θὰ βρῆ μεγάλη ὠφέλεια ἡ ψυχή τους. Ἐνδέχεται, βέβαια, κάποιος κοσμικὸς διαβάζοντας τὰ κείμενα αὐτὰ νὰ σκεφθῆ ὅτι τελικὰ οἱ μοναχοὶ δὲν ζοῦν, ὅπως ὑποσχέθηκαν, ζωὴ ἀγγελική, ἀντίθετα εἶναι πολὺ ἐμπαθεῖς καὶ ἁμαρτωλοί. Ὅπως ὅμως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος, «καὶ πολὺ ἁμαρτωλὸς ἐὰν εἶναι ἕνας μοναχός, ἡ θλίψη τῆς ψυχῆς του καὶ αὐτή του ἡ κακοπάθεια εἶναι τιμιωτέρα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἀρετὴ τοῦ κοσμικοῦ» καὶ «ὅταν ὁ μοναχὸς δὲν ὑπερηφανεύεται, ἀλλὰ ἀγωνίζεται μὲ πνεῦμα συντετριμμένο καὶ μὲ τὴν ταπεινὴ συναίσθηση ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος, τότε τὸ δικό του σφάλμα εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῶν κοσμικῶν καὶ οἱ δικοί του ρύποι εἶναι προτιμότεροι ἀπὸ τὴν μεγάλη κάθαρση τῶν κοσμικῶν» (Λόγος ἀσκητικὸς καὶ πάνυ παρηγορητικὸς πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἰνδίας προτρέψαντας μοναχούς, Φιλοκαλία, τόμος Α ´). Αὐτὸ τὸ συντετριμμένο πνεῦμα μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ δίνουν στὸν μοναχὸ τὴν δύναμη νὰ βάζη κάθε μέρα καὶ ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του νέα ἀρχὴ στὸν ἀγώνα του, ἐναποθέτοντας τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν σωτηρία του στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Οἱ τόμοι «Περὶ μοναχικῆς ζωῆς», ὅπως εἶναι ἑπόμενο, ἀφοροῦν κατὰ ἕνα μέρος στὸν γυναικεῖο μοναχισμό. Στὴν μοναχική, βέβαια, ζωὴ δὲν ὑπάρχει διάκριση τῶν δύο φύλων – «ἕνα εἶναι τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα» –, καὶ οἱ κανόνες ποὺ τὴν ρυθμίζουν εἶναι κατὰ βάσιν κοινοὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές. Ἀλλά, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος παρατηρεῖ, «ἡ πολιτεία τῶν γυναικῶν ἀπαιτεῖ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν κοσμιότητα, τὴν ἀκτημοσύνη, τὴν σιωπή, τὴν ὑπακοή, τὴν φιλαδελφία, τὴν αὐστηρότητα κατὰ τὶς ἐξόδους, τὴν προσοχὴ στὶς συναντήσεις μὲ ξένους, τὴν μεταξύ τους ἀγάπη καὶ τὴν ἀποφυγὴ ἰδιαίτερης φιλίας» (Λόγος ἀσκητικός, PG 31, 888A). Καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος τόνιζε ὅτι οἱ μοναχὲς χρειάζονται «μιὰ πειθαρχία πνευματική», ἀλλιῶς τὸ γυναικεῖο Μοναστήρι κινδυνεύει νὰ γίνη «ὄχι ἰδιόρρυθμο – ἰδιόρρυθμο γίνεται τὸ ἀνδρικό –−, ἀλλὰ πραγματικὸ δαιμονόρρυθμο…». Γι’ αὐτὸ ὁ Ὅσιος συχνὰ ἐπαναλάμβανε ὅτι τὸ γυναικεῖο Μοναστήρι πρέπει νὰ εἶναι «κέντρο πνευματικῆς ἐκπαιδεύσεως δυνατό, λοκατζίδικο, καὶ ὄχι χαλαρό». «Νὰ κάνης τὶς ἀδελφὲς λοκατζῆδες», ἔλεγε στὴν Γερόντισσα, ὅπως ἀκόμη ἔλεγε ὅτι ἡ Γερόντισσα πρέπει νὰ ἔχη ἀνδρικὸ φρόνημα καὶ νὰ μὴν ἀναπαύη τὰ πάθη κάθε ψυχῆς, ὥστε νὰ βοηθήση τὶς ἀδελφὲς νὰ ἀποβάλουν τὸ γυναικεῖο φρόνημα καὶ νὰ ἀποκτήσουν ἀνδρεῖο, γενναῖο φρόνημα, γιὰ νὰ προκόψουν πνευματικά.

Μὲ τοὺς τέσσερεις αὐτοὺς τόμους παραδίδουμε τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Παϊσίου «περὶ μοναχικῆς ζωῆς», γιὰ νὰ γίνη κοινὸ κτῆμα ὅλων τῶν μοναχῶν, ὅπως τὴν παραλάβαμε. Καὶ ὁρισμένα σημεῖα, ποὺ μπορεῖ νὰ φαίνωνται δύσκολα στὴν ἐφαρμογή τους καὶ σχεδὸν ἀνέφικτα γιὰ τὴν «καθ’ ἡμᾶς γενεάν», δὲν τὰ παραλείψαμε, μὲ τὴν σκέψη ὅτι μπορεῖ ἀργότερα ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήση καὶ νὰ βρεθοῦν ψυχὲς ποὺ θὰ ἀγωνισθοῦν νὰ τὰ ἐφαρμόσουν.

Ὁ ἀνὰ χεῖρας πρῶτος τόμος μὲ τίτλο «Μοναχικὴ ἀφιέρωση» ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα μέρη. Προτάσ- σεται ἕνα εἰσαγωγικὸ κεφάλαιο μὲ λόγια τοῦ Ὁσίου14 Πρόλογος γιὰ τὸ πῶς ξεκίνησε ὁ μοναχισμὸς καὶ τί εἶναι ἡ μονα- χικὴ ζωή. Ὁ μοναχισμός, ἐξηγοῦσε ὁ Ὅσιος, ξεκίνησε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι «ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸν Χριστό ἔτρεχαν "ἀγαλλομένῳ ποδὶ" πρὸς τὰ μαρτύρια…». Ἀργότερα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν θεῖο πόθο νὰ μαρτυρήσουν, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε πλέον μαρτύριο, στράφηκαν πρὸς τὴν ἀσκητικὴ ζωή, καὶ ἔτσι «ὁ πόθος γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ τὸ γλυκὸ μαρτύριο τῆς ἀσκήσεως. Ὁ μοναχισμὸς δηλαδὴ εἶναι συνέχεια τοῦ μαρτυρίου». Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι, ἐπίσης, ὁ δρόμος τῆς τελειότητος, ἀλλὰ καὶ ζωὴ συνεχοῦς μετανοίας. Ἔργο δὲ τοῦ μοναχοῦ εἶναι – πρέπει νὰ εἶναι – ἡ προσευχή, μὲ τὴν ὁποία προσφέ- ρει καὶ τὴν πιὸ οὐσιαστικὴ ἐλεημοσύνη στὸν κόσμο.

Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται στὸ θεῖο κάλεσμα ποὺ δέχεται ἕνας νέος, γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴν μοναχικὴ ζωή, στὴν ὁποία ὁ Θεὸς «καλεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὸν καθένα». Ἀναφέρεται ἐπίσης καὶ στὴν προετοιμασία τῶν γονέων του, ὥστε νὰ δεχθοῦν ὁμαλὰ τὴν ἀπόφασή του, ἀλλὰ κυρίως στὴν πνευματικὴ ἐργασία, τὴν ὁποία πρέπει νὰ κάνη ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ εἶναι ὅσο γίνεται πιὸ ὁμαλὴ ἡ ἔνταξή του στὸ Κοινόβιο, «νὰ πλεχθῆ στὴν ἀδελφότητα – νὰ μὴν ἔχη κόμπους – καὶ νὰ κάνη ἤρεμα κομποσχοίνι».

Τὸ δεύτερο μέρος ἀναφέρεται στὶς δυσκολίες καὶ στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ ἀρχάριος, ἕως ὅτου προσγειωθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀποδεσμευθῆ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς οἰκογενείας του καὶ ἀφομοιωθῆ στὴν πνευματικὴ οἰκογένεια τοῦ Κοινοβίου. Ἀναφέ- ρεται ἐπίσης καὶ στὸν ἀγώνα ποὺ πρέπει νὰ κάνη, γιὰ νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐντοπίση τὶς ἀδυ- ναμίες καὶ τὰ πάθη του, μὲ σκοπὸ νὰ τὰ ξεριζώση. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἔχη πάντα στὸν νοῦ του, τονίζει ὁ Ὅσιος, εἶναι τὸ «δι’ ὃ ἐξῆλθες», νὰ μὴν ξεχνᾶ δη- λαδὴ γιὰ ποιόν σκοπὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο, ὥστε νὰ μπορέση νὰ διατηρήση τὴν φωτιὰ ποὺ μέσα στὴν καρδιά του ἄναψε ὁ Χριστός, τὸν πρῶτο ζῆλο. Οἱ ἑξῆντα περίπου σελίδες «περὶ ἀρχαρίων» – ποὺ δὲν ἀφοροῦν μόνο στοὺς δοκίμους – θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ἀποτελοῦν μιὰ ἐπιτομὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὁσίου «περὶ μοναχικῆς ζωῆς». Καὶ ὅποιος τὴν ἐγκολπωθῆ, θὰ νιώση τὴν χαρὰ τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς καὶ θὰ μπορέση νὰ «τελειώσῃ» τὸ «ὄντως καλὸν καὶ μακάριον ἔργον» (Ἀκολουθία Μεγάλου Σχήματος), τὸ ὁποῖο ἄρχισε.

Τὸ τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται στὶς δύο ἱερὲς Ἀκολουθίες, τῆς ρασοευχῆς καὶ τοῦ Μεγάλου Σχήματος. Μὲ τὴν πρώτη ὁ δόκιμος εἰσέρχεται πλέον στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν. «Αὐτὸς ποὺ παίρνει ρασοευχὴ δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ παντρευτῆ, γιατὶ δίνει σιωπηρὰ ὑποσχέσεις, ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώνεται στὸν Θεό». Ἡ δεύτερη ὀνομάζεται «δεύτερο Βάπτισμα», διότι, «ὅπως τὸ Βάπτισμα ἐξαλείφει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἔτσι καὶ τὸ Μεγάλο Σχῆμα ἐξαλείφει ὅλες τὶς προηγούμενες16 Πρόλογος ἁμαρτίες». Γιὰ τὸν Ὅσιο Παΐσιο τὸ Μεγάλο Σχῆμα εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Ὁ μοναχὸς τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου «κάνει μιὰ δεύτερη συμφωνία μὲ τὸν Χριστό… Εἶναι σὰν νὰ λέη στὸν Χριστό: "Σὲ παρακαλῶ, Χριστέ μου, σχίσε τὰ παλιά μου κατάστιχα, ἀρχίζω νέα ζωή…"».

Τὸ Μεγάλο Σχῆμα εἶναι καὶ γάμος τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαιτεῖται καὶ ἀνάλογη προετοιμασία. Νὰ ἔχη δηλαδὴ σταθεροποιήσει ἡ ψυχὴ σὲ κάποιον βαθμὸ τὸν πνευματικό της ἀγώνα καὶ νὰ ἔχη ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ὁρισμένα πάθη καὶ ἀδυναμίες της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος ἔλεγε ὅτι δὲν βοηθάει τοὺς μοναχοὺς τὸ νὰ παίρνουν τὴν ρασοευχὴ ἢ – πολὺ περισσότερο – νὰ γίνωνται μεγαλόσχημοι μὲ κριτήριο τὴν σειρὰ ποὺ μπῆκαν στὸ Μοναστήρι καὶ ὄχι μὲ τὸ πόσο ἕτοιμοι εἶναι. «Νὰ μὴ γίνεται, ἔλεγε, ὅπως καὶ μὲ τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο. Διαβάζουν-δὲν διαβάζουν, εἶναι-δὲν εἶναι καλοὶ μαθητές, θὰ περάσουν τὴν τάξη...». Γιὰ τὸν Ὅσιο, βέβαια, αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι «τὸ νὰ γίνη κανεὶς ἐσωτερικὰ καλόγερος… Ὁ σκοπὸς εἶναι ἐσωτερικὰ νὰ ντυθῆ τὸ Σχῆμα· ἀπὸ μέσα νὰ γίνη μεγαλόσχημος».

Κατὰ τὴν κουρά του ὁ μοναχὸς ὑπόσχεται ὅτι ἀποτάσσεται «γονεῦσι, ἀδελφοῖς, γυναικί, τέκνοις, συγγενείαις, φίλοις…» καὶ ὅτι θὰ φυλάξη «τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος», ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ξενιτεία, καὶ τὶς τρεῖς μοναχικὲς ἀρετές, παρθενία, ἀκτημοσύνη καὶ ὑπακοή, κατὰ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος πρῶτος Ἐκεῖνος ἔζησε στὴν γῆ τηρώντας αὐτὲς τὶς ἀρετές. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀκτημοσύνη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν δεύτερη μοναχικὴ ἀρετή, δὲν εἴχαμε ἀντίστοιχο ὑλικό. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς συστάσεως τοῦ Ἡσυχαστη- ρίου οἱ ἀδελφὲς ποὺ μπορεῖ νὰ εἶχαν χρήματα ἢ κά- ποιο ἄλλο περιουσιακὸ στοιχεῖο ἑκουσίως τὰ πρό- σφεραν στὸ Κοινόβιο, στὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες ἐφαρμόζεται ἡ κοινοκτημοσύνη. Βέβαια, γιὰ τὴν τήρηση τῆς μοναχικῆς ἀρετῆς τῆς ἀκτημοσύνης δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀπαρνηθῆ κανεὶς μόνο τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀπαλλαγῆ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσπάθεια γιὰ αὐτά. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ στὴν ἀκτημοσύνη καὶ στὴν λιτότητα ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχη γενικῶς σὲ ἕνα Μοναστήρι, ὅ,τι σχετικὸ εἶπε ὁ Ὅσιος ἔχει περιληφθῆ στὸν πρῶτο τόμο τῆς προηγούμενης σειρᾶς «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι», ἐνῶ ὑπάρχουν διάσπαρτες ἀνα- φορὲς καὶ στοὺς ἄλλους τόμους.

Οἱ μοναχικὲς ἀρετὲς τῆς παρθενίας, τῆς ξενιτείας καὶ τῆς ὑπακοῆς εἶναι τὰ θέματα τοῦ τετάρτου μέρους τοῦ βιβλίου. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ ὀνομάζεται ἀγγελική, διότι ὁ μοναχὸς ἀγωνίζεται νὰ ἀποκτήση, ὅσον τὸ δυνατόν, τὴν ἀγγελικὴ καθαρότητα. «Ὁ ἀγώνας τοῦ μοναχοῦ, ἔλεγε ὁ Ὅσιος Παΐσιος, εἶναι νὰ ὑποτάξη τὴν σάρκα στὸ πνεῦμα, νὰ γίνη ἄγγελος…». Καὶ ἡ σάρκα ταπεινώνεται μὲ τὴν ἄσκηση, τὶς μετάνοιες, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἀλλὰ μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Ἡ ὑπόσχεση ὅμως τῆς μοναχικῆς παρθενίας δὲν περιορίζεται στὴν σωματικὴ ἁγνότητα, διότι αὐτὴν τὴν εἶχαν καὶ οἱ μωρὲς παρθένες, ἀλλὰ καθόλου δὲν τὶς ὠφέλησε. Δὲν θεωρεῖται δηλαδὴ καθαρὴ καὶ ἁγνὴ ἡ ψυχὴ ποὺ φύλαξε χωρὶς μολυσμὸ μόνο τὸ σῶμα. «Ἡ ἀκριβὴς παρθενία τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο δὲν συμβιβάζεται μὲ καμμιὰ κακία», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ὁμιλία ΜΔ´). Καὶ γιὰ τὸν Ὅσιο Παΐσιο τὸ κυριώτερο εἶναι ἡ ψυχικὴ ἁγνότητα, δηλαδὴ ἡ πνευματικὴ ἀρχοντιά, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας· σ ᾽ αὐτὴν – στὴν ψυχικὴ δηλαδὴ ἁγνότητα – «ἀναπαύεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ ἀποτελοῦσε ἄλλωστε μόνιμο βίωμά του καὶ ἑδραιωμένο ἀπὸ τὴν πεῖρα του ἀξίωμα. «Ἡ παρθενία, ἔλεγε ὁ Ὅσιος, εἶναι μεγάλο πράγμα, ἀλλὰ δὲν μᾶς πάει στὸν Παράδεισο. Ἡ ἄσκηση εἶναι μεγάλο πράγμα, ἀλλὰ ούτε κι αὐτὴ μᾶς πάει στὸν Παράδεισο. Στὸν Παράδεισο μᾶς πάει ἡ ψυχικὴ ἁγνότητα, μὲ τὴν ὁποία συγγενεύουμε μὲ τὸν Θεό».

Ἡ βασικώτερη προϋπόθεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς μοναχικῆς ἀποταγῆς εἶναι ἡ ξενιτεία. Ὁ Ὅσιος, ὡς μοναχὸς «καθ᾽ ὅλην τὴν ἐντέλειαν», εἶχε τηρήσει τὴν ἀρετὴ αὐτὴ στὸ ἔπακρον καὶ ἦταν ἄκρως αὐστηρὸς στὸ θέμα αὐτό. «Γιὰ μένα πέθαναν οἱ συγγενεῖς μου, ἔλεγε μὲ ἔνταση. Τὸ καταλαβαίνετε; Τοὺς ἔχω σβήσει ἀπὸ τὴν μνήμη μου...». Σὲ δόκιμη ἀδελφή, ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι σκέφτεται τὰ μικρότερα ἀδέλφια της, ἐπέστησε ἐξ ἀρχῆς τὴν προσοχή: «Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν οἰκογένεια ἐμποδίζει νὰ ἔρθη μέσα σου ἡ θεϊκὴ ἀγάπη. Ὁ μοναχός, μὲ τὸ νὰ ἀπαρνῆται τὸν πατέρα του, τὴν μητέρα του καὶ τὰ ἀδέλφια του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μπαίνει στὴν μεγάλη οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀποκτᾶ ἔτσι τὴν μεγάλη γενικὴ ἀγάπη, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐξίσου». Ἐκ πείρας ὁ Ὅσιος ἀναγνώριζε ὅτι εἶναι «λίγο ὀδυνηρὸ στὴν ἀρχὴ νὰ ἀποδεσμευθῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του», ἀλλὰ πάλι ἐκ πείρας βεβαίωνε ὅτι «γιὰ τὴν μικρὴ αὐτὴ θυσία ποὺ κάνει, νιώθει μετὰ μιὰ χαρὰ θεϊκή».

Πολὺ μεγάλη σημασία ἔδινε, καὶ πολλὲς φορὲς ἐπανερχόταν, καὶ στὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ἀδελφῶν μὲ τοὺς οἰκείους τους, διότι μὲ λύπη διαπίστωνε ὅτι δὲν ἀντιμετωπίζαμε τὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὴν σοβαρότητα ποὺ ἔπρεπε καὶ δὲν στοιχιζόμασταν – ἄλλες ἀδελφὲς περισσότερο, ἄλλες λιγώτερο – μὲ τὸ μοναχικὸ πρέπον. «Κανονικὰ ὁ μοναχὸς οὔτε νὰ τοὺς βλέπη τοὺς δικούς του δὲν πρέπει, πόσο μᾶλλον νὰ ἀπασχολῆται μὲ τὰ προβλήματά τους!... Οὔτε προσεύχεται ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς συγγενεῖς του, διότι ἔτσι, ἐφόσον μεριμνᾶ αὐτός, ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀναλάβη… Ὁ μοναχὸς ὑπόσχεται ὅτι ἐγκαταλείπει τὴν μάνα του, τὸν πατέρα του, τὰ ἀδέλφια του, τοὺς συγγενεῖς, καὶ ἀφιερώνεται στὸν Θεό. Πῶς θὰ ἐνδιαφερθῆ μετὰ ἰδιαίτερα γι᾿ αὐτούς; Ἂν ἐνδιαφερθῆ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ξέχασε τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε καὶ πετάει τὸν Θεὸ στὴν ἄκρη».

Τέλος, ἡ ὑπακοὴ ἀποτελεῖ τὴν βάση καὶ τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία μάλιστα ὁ μοναχὸς ὑπόσχεται ὅτι θὰ τηρήση «μέχρι θανάτου». Ὁ Ὅσιος εἶχε μιὰ λεπτὴ αἴσθηση τοῦ μοναχισμοῦ καὶ προχωροῦσε ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Ἡ ὑπακοὴ γιὰ ἐκεῖνον δὲν νοεῖται ὡς μιὰ ἐξωτερική, στρατιωτικὴ πειθαρχία – ἂν καί, ὅπως λέει, «μπρὸς στὴν ἀναβροχιὰ καλὸ εἶν’ καὶ τὸ χαλάζι» – ἀλλὰ ὡς ἐσωτερικὴ ὑποταγή, ὑποταγὴ δηλαδὴ τοῦ φρονήματος τοῦ ὑποτακτικοῦ στὸ πνεῦμα τοῦ Γέροντά του. Γιὰ νὰ γίνη αὐτό, «πρέπει ὁ ὑποτακτικὸς νὰ νιώση τὴν ὑπακοὴ ὡς ἀνάγκη καὶ νὰ λέη "νἆναι εὐλογημένο" ὄχι μόνο σὲ ὅσα τὸν ἀναπαύουν, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσα δὲν τὸν ἀναπαύουν. Ἔτσι θὰ ἐξαφανίση τὸ "ἐγώ" του, θὰ κόψη τὸ θέλημά του, ποὺ τὸν σκλαβώνει καὶ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ θὰ ἐλευθερωθῆ, γιὰ νὰ πετάξη ψηλά, στὸν χῶρο τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας».

Τελειώνοντας, ἐκφράζουμε τὶς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας σὲ ὅσους διάβασαν μὲ ὑπομονὴ τὰ κείμενα τοῦ τόμου καὶ συνέβαλαν μὲ τὶς παρατηρήσεις τους, ὥστε νὰ καταστῆ ἀρτιώτερη ἡ παροῦσα ἔκδοση. Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες καὶ τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὁ ὁποῖος «μοναζόντων μέγα στήριγμα ἀνεδείχθη» (Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου), ὅλοι οἱ μοναχοὶ νὰ μπορέσουμε νὰ φανοῦμε «πιστοὶ καὶ φρόνιμοι», ὥστε νὰ κρατήσουμε ἄσβεστη τὴν πρώτη θέρμη καὶ συνεχῶς νὰ τὴν ἀναζωπυρώνουμε καὶ νὰ μὴν παύουμε μέχρι τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου μας νὰ προσθέτουμε κάθε ἡμέρα «φωτιὰ στὴν φωτιά, θέρμη στὴν θέρμη, πόθο στὸν πόθο καὶ προθυμία στὴν προθυμία» (Κλῖμαξ, Α΄, μη΄). Ἀμήν.

10 Νοεμβρίου 2023

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου

Ἡ Καθηγουμένη τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου

Φιλοθέη Μοναχὴ

καὶ αἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφα