ΛΟΓΟΙ Β'. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος άρχισε από το 1980 να μας μιλάη για τα δύσκολα χρόνια που θα έρθουν. Συχνά επαναλάμβανε ότι ίσως ζήσουμε και εμείς πολλά από αυτά που γράφει η Αποκάλυψη. Σκοπό είχε να βάλη μέσα μας την καλή ανησυχία, ώστε να εντείνουμε τον πνευματικό μας αγώνα, να αντισταθούμε στο πνεύμα της αδιαφορίας – που ύπουλα έβλεπε να μπαίνη και στους κόλπους του Μοναχισμού – να απαλλαγούμε από την φιλαυτία και να καταπολεμήσουμε τις αδυναμίες μας, για να έχη δύναμη η προσευχή μας. «Με τις αδυναμίες, έλεγε, αποδυναμώνεται η προσευχή, και μετά δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τον κόσμο. Αχρηστεύονται ασύρματοι. Και αν δεν δουλεύουν οι ασύρματοι, τον άλλον τον πιάνει ο εχθρός».
Στον γενικώτερο πρόλογο του Α´ τόμου, με τίτλο «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», έγινε διεξοδικά λόγος για την προέλευση και τον τρόπο συλλογής και σύνθεσης του υλικού που έχει ήδη αρχίσει να συγκροτή την σειρά «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι». Στον ανά χείρας Β´ τόμο, με τίτλο «Πνευματική αφύπνιση», συμπεριλήφθηκαν θέματα τα οποία αφορούν στην σημερινή πραγματικότητα, μας καλούν σε συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα και μας προετοιμάζουν για δύσκολες καταστάσεις, που πιθανόν να αντιμετωπίσουμε, γιατί έχουμε κιόλας δει να πραγματοποιήται αυτό που συχνά έλεγε ο Γέροντας: «Μπόρες–μπόρες θα περνούμε· τώρα για μερικά χρόνια έτσι θα πάμε· παντού ένας γενικός αναβρασμός».
Ο δεύτερος αυτός τόμος απαρτίζεται από πέντε μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην γενική αδιαφορία και ανευθυνότητα που παρατηρούνται στην εποχή μας και στο χρέος του συνειδητού Χριστιανού να βοηθήση την κατάσταση με την διόρθωση του εαυτού του, την συνετή συμπεριφορά, την ομολογία πίστεως και την προσευχή. «Δεν λέω να πάρουμε πλακάτ, αναφέρει ο Γέροντας σε κάποιο σημείο, αλλά να υψώνουμε τα χέρια μας προς τον Θεό». Στο δεύτερο μέρος ο Γέροντας, χωρίς να σε περιορίζη σε συγκεκριμένο αγώνα, ανάβει τον ζήλο για πνευματική εργασία. Απομένει από ᾿κεί και πέρα ο καθένας να αγωνισθή ανάλογα με τις δυνάμεις του και το φιλότιμό του, για να ζήση την εν Χριστώ ζωή, που είναι Παράδεισος από την γή. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στην μικρή κατοχή του Αντιχρίστου, που θα δώση την ευκαιρία να ομολογήσουν οι Χριστιανοί και πάλι Χριστό, όπως στο Άγιο Βάπτισμα – συνειδητά όμως αυτήν την φορά –, να αγωνισθούν και να χαρούν εκ προοιμίου την νίκη του Χριστού κατά του σατανά. Την ευκαιρία αυτή θα την ζήλευαν, όπως έλεγε ο Γέροντας, οι Άγιοι. «Πολλοί Άγιοι θα παρακαλούσαν να ζούσαν στην εποχή μας, για να αγωνισθούν. Βρεθήκαμε εμείς... Δεν ήμασταν άξιοι! Τουλάχιστον να το αναγνωρίζουμε». Για να αντιμετωπισθή σωστά η περίοδος αυτή, απαιτείται να καλλιεργηθή ιδιαίτερα η παλληκαριά και το πνεύμα της θυσίας. Στο τέταρτο μέρος, που αναφέρεται στην θεία πρόνοια, στην πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό, και στην θεία βοήθεια, οδηγείται κανείς στην πηγή, από την οποία αντλεί την δύναμη να αντιμετωπίση οποιαδήποτε δυσκολία. Τέλος, στο πέμπτο μέρος τονίζεται η αναγκαιότητα και η δύναμη της καρδιακής προσευχής, που είναι όπλο ισχυρό για την καταπολέμηση του κακού, το οποίο εξαπλώνεται όλο και περισσότερο. Οι μοναχοί καλούνται να βρίσκωνται σε «κατάσταση συναγερμού», όπως οι στρατιώτες εν καιρώ πολέμου, για να βοηθούν συνέχεια με την προσευχή τον κόσμο, και να προσέξουν να μην αλλοιωθή το γνήσιο πνεύμα του Μοναχισμού, για να μείνη μαγιά για τις επόμενες γενιές. Το τελευταίο αυτό μέρος κλείνει με το κεφάλαιο που ορίζει ποιό είναι το βαθύτερο νόημα της ζωής και επισημαίνει την ανάγκη της μετανοίας.
Οι λόγοι και οι ενέργειες του Γέροντα ζυγίζονται και εδώ, όπως πάντοτε, με το ζύγι της διακρίσεως. Σ' αυτά τα κείμενα βλέπει κανείς τον Γέροντα άλλοτε να μη διακόπτη την προσευχή, όσο κι αν ανυπόμονοι προσκυνητές χτυπούν επίμονα το καμπανάκι στο Καλύβι του, φωνάζοντας «σταμάτα, Γέροντα, την προσευχή, ο Θεός δεν παρεξηγείται», και άλλοτε να αφήνη την έρημο και να βγαίνη στον κόσμο, γιατί η απουσία του από κάποια εκδήλωση μπορεί να παρεξηγηθή και να βλάψη την Εκκλησία. Άλλοτε να καταλαμβάνεται από θεία αγανάκτηση και να αντιδρά στις βλασφημίες κάποιου, και άλλοτε να σιωπά και μόνο να εύχεται για τον βλάσφημο. Γι' αυτό καλό είναι ο αναγνώστης να μη βιάζεται να βγάζη συμπεράσματα, πριν μελετήση όλα τα κεφάλαια. Προπαντός όμως να μη χρησιμοποιήση αποσπασματικά λόγους του Γέροντα, γιατί μπορεί να οδηγήση τους άλλους σε λανθασμένα συμπεράσματα. Να έχη υπ' όψιν του ότι ο Γέροντας μιλάει εξ αφορμής κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος ή ερωτήματος και απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αποβλέποντας πάντοτε στην σωτηρία της ψυχής του.
Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα θυμούνται την απαλάδα που έφερναν τα λόγια του στις καρδιές, όσο αυστηρά και αν ήταν κάποιες φορές. Και αυτό, γιατί ο Γέροντας πάντοτε είχε στόχο να θεραπεύση το κακό και όχι να το στηλιτεύση. Να λυτρώση την ψυχή του συνομιλητή του από κάποιο πάθος, και όχι να διαπομπεύση το πάθος. Τα ίδια λόγια, αν χρησιμοποιηθούν έξω από την συνάφεια αυτή του πόνου και της αγάπης, ίσως ηχήσουν διαφορετικά, και πιθανόν όχι θεραπευτικά. Μπορεί, αντί να φέρουν στις καρδιές την θεία παρηγοριά και την ασφάλεια, να εμβάλουν την αμφιβολία και τον φόβο ή να οδηγήσουν στα άκρα, ενώ ο Γέροντας δεν ήταν άνθρωπος των άκρων ούτε μονομερής· τον ενδιέφερε να γίνεται το καλό αλλά με καλό τρόπο, ώστε να ωφελή. Βέβαια, δεν δίσταζε ποτέ να πη την αλήθεια· την αλήθεια όμως την έλεγε με διάκριση. Καταλαμβανόταν από θεία αγανάκτηση μπροστά στην βεβήλωση κάθε ιερού, προανήγγελλε τα φοβερά γεγονότα που πρόκειται να συμβούν, αλλά η συμπεριφορά του δεν σού προκαλούσε φόβο και αγωνία. Αντίθετα, σού μετέδιδε την αναστάσιμη ελπίδα και χαρά, την χαρά όμως που βγαίνει από την θυσία, η οποία σε κάνει να συγγενεύης με τον Χριστό. Και εφόσον συγγενεύεις με τον Χριστό – μετέχεις στην μυστηριακή ζωή και τηρείς τις εντολές Του – δεν έχεις τίποτε να φοβηθής, «ούτε διαβόλους ούτε μαρτύρια». Λέει κάπου ο Γέροντας με τον δικό του χαριτωμένο τρόπο: «Όταν πετάς τον εαυτό σου, πετιέται μέσα σου ο Χριστός», που είναι το ζητούμενο σε όλη την πνευματική ζωή. Γι' αυτό επισημαίνει έναν κίνδυνο που διατρέχει ο Χριστιανός: αν δεν καλλιεργήση το πνεύμα της θυσίας, δεν μπορεί να γίνη κοινωνός της ζωής του Χριστού, οπότε θα μείνη άνθρωπος του τύπου, χωρίς εσωτερική ζωή.
Οι συχνές αναφορές στην προσωπική ζωή του Γέροντα ίσως προβληματίσουν μερικούς αναγνώστες, ιδίως γιατί ο Γέροντας φαίνεται να διηγήται εύκολα και αβίαστα μερικά από τα θεία γεγονότα που είχε ζήσει. Κατά την μεταφορά όμως του προφορικού λόγου σε γραπτό δεν ήταν δυνατόν να εκφρασθή η δυσκολία με την οποία μιλούσε ο Γέροντας για τον εαυτό του ούτε η «πίεση» που ασκήθηκε, ώστε να αναφέρη κάτι από τα βιώματά του. Μερικές φορές μάλιστα κάποιο γεγονός το έλεγε αποσπασματικά, σε διάφορες αδελφές και με άλλες λεπτομέρειες καί, όταν δινόταν ευκαιρία, προσπαθούσαμε με πολλή συστολή να αποσπάσουμε κάποια πληροφορία που θα συμπλήρωνε τα κενά μιας διηγήσεως. Έτσι ο Γέροντας, στην διάρκεια των είκοσι οκτώ χρόνων που παρακολουθούσε πνευματικά το Ησυχαστήριο, μας αποκάλυπτε, για να μας βοηθήση, λίγα από τα θεία γεγονότα της ζωής του, που ήταν για μας «πνευματική αιμοδοσία». Γι' αυτό λυπόταν πολύ, όταν δεν υπήρχε η πνευματική πρόοδος που περίμενε, τόσο που μερικές φορές έλεγε με πόνο: «Πετάω λίπασμα σε αμμούδα».
Ευχαριστούμε όσους διάβασαν τα κείμενα αυτά πριν από την έκδοσή τους και διετύπωσαν με σεβασμό στα λόγια του Γέροντα κάποιες σκέψεις σχετικά με αυτά, αλλά και μας ενεθάρρυναν να συνεχίσουμε αυτήν την προσπάθεια, γιατί ένιωσαν – όπως μας είπαν – ότι η διδασκαλία του απευθύνεται σε όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Είθε οι λόγοι του τόμου «Πνευματική αφύπνιση», δι᾿ ευχών του μακαριστού Γέροντα Παϊσίου που – όπως διαπιστώνουν και ομολογούν πολλοί – μας παρακολουθεί μέρα-νύχτα και μας βοηθάει με θεϊκή αγάπη, να βάλουν μέσα μας την καλή ανησυχία, για να αγωνιζώμαστε φιλότιμα, ώστε να υποχωρή το κακό και να επικρατή η ειρήνη του Θεού επί της γής. Αμήν.
Κοίμηση της Θεοτόκου 1999
Η Καθηγουμένη του Ιερού Ησυχαστηρίου
Φιλοθέη Μοναχή
καί αι σύν εμοί εν Χριστώ αδελφαί