ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ
Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
Πολύ με πειράζει η συνείδηση μου, που δεν κράτησα σημειώσεις με λεπτομέρειες για τους ενάρετους Πατέρες, που έζησαν τώρα τα τελευταία χρόνια, για τους οποίους μου διηγούνταν οι ευλαβείς Γεροντάδες, όταν ήμουν αρχάριος Μοναχός· όπως επίσης και στην συνέχεια, για την μεγάλη μου αμέλεια, που δεν κράτησα, έστω στην μνήμη μου, όλα τα θεία γεγονότα, τα οποία έζησαν εκείνα τα άγια Γεροντάκια και μου τα διηγούνταν με πολλή απλότητα, για να με βοηθήσουν πνευματικά.
Οι Πατέρες εκείνης της εποχής είχαν πολλή πίστη και απλότητα και οι περισσότεροι ήταν με λίγα μεν γράμματα, αλλά, επειδή είχαν ταπείνωση και αγωνιστικό πνεύμα, δέχονταν συνέχεια τον θείο φωτισμό· ενώ στην εποχή μας, που έχουν αυξηθή οι γνώσεις, δυστυχώς η λογική κλόνισε την πίστη των ανθρώπων από τα θεμέλια και γέμισε τις ψυχές από ερωτηματικά και αμφιβολίες. Έτσι, επόμενο είναι να στερούμεθα τα θαύματα, γιατί το θαύμα ζήται και δεν εξηγείται με την λογική.
Το πολύ αυτό κοσμικό πνεύμα που επικρατεί στον σημερινό άνθρωπο, ο οποίος έχει στρέψει όλη την προσπάθεια στο πώς να ζήση καλύτερα, με μεγαλύτερη άνεση και με λιγότερο κόπο, δυστυχώς έχει επιδράσει και στους περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν και αυτοί πώς να αγιάσουν με λιγότερο κόπο – πράγμα που δεν γίνεται ποτέ, γιατί «οι Άγιοι έδιναν αίμα και ελάμβαναν πνεύμα». Και ενώ χαίρεται κανείς τώρα για την μεγάλη αυτή στροφή προς τους Αγίους Πατέρες και τον Μοναχισμό και θαυμάζει τους αξιόλογους νέους που αφιερώνονται με ιδανικά, συγχρόνως όμως και πονάει, γιατί βλέπει όλο αυτό το καλό υλικό να μη βρίσκη το ανάλογο πνευματικό προζύμι, και έτσι δεν ανεβαίνει η πνευματική αυτή ζύμη και καταλήγει να γίνη σαν το λειψό ψωμί.
Παλαιότερα, πριν και από είκοσι χρόνια, εύρισκε κανείς ακόμη την απλότητα απλωμένη στο Περιβόλι της Παναγίας, και εκείνο το άρωμα της απλότητος των Πατέρων μάζευε τους ευλαβείς ανθρώπους, που μιμούνταν τις μέλισσες, και τους έτρεφε, και αυτοί μετέφεραν και στους άλλους από την πνευματική αυτή ευλογία, για να ωφεληθούν. Από όπου δηλαδή κι αν περνούσες, θα άκουγες να διηγούνται θαύματα και ουράνια γεγονότα, πολύ απλά, γιατί τα θεωρούσαν πολύ φυσιολογικά οι Πατέρες.
Ζώντας λοιπόν σ’ αυτή την πνευματική ατμόσφαιρα της Χάριτος, ποτέ δεν περνούσε λογισμός αμφιβολίας για όσα άκουγες, γιατί και ο ίδιος κάτι θα έβλεπες από αυτά. Αλλά ούτε και περνούσε λογισμός, για να σημειώσης ή να κρατήσης στην μνήμη σου τα θεία εκείνα γεγονότα για τους μεταγενέστερους, γιατί νόμιζες ότι θα συνεχισθή εκείνη η Πατερική κατάσταση. Πού να ήξερες ότι μετά από λίγα χρόνια ο περισσότερος κόσμος θα παραμορφωθή από την πολλή μόρφωση – επειδή διδάσκεται με το πνεύμα της αθεΐας και όχι με το πνεύμα του Θεού, για να [//9] αγιάση και την εξωτερική μόρφωση – και η απιστία θα φθάση σε τέτοιο σημείο, που να θεωρούνται τα θαύματα για παραμύθια της παλιάς εποχής; Φυσικά, όταν είναι ο γιατρός άθεος, όσες εξετάσεις και εάν κάνη σε έναν Άγιο με τα επιστημονικά μέσα (ακτίνες κ.λ.π.), δεν θα μπορέση να διακρίνη την Χάρη του Θεού. Ενώ, εάν έχη αγιότητα και ο ίδιος, θα ιδή την θεία Χάρη να ακτινοβολή.
Για να δώσω μια ζωντανότερη εικόνα της Χάριτος, και για να καταλάβουν καλύτερα οι αναγνώστες το πνεύμα το Πατερικό που επικρατούσε πριν από λίγα χρόνια, θεώρησα καλό να αναφέρω, σαν παραδείγματα, μερικά περιστατικά από απλά Γεροντάκια της εποχής εκείνης.
Όταν ήμουν αρχάριος στην Μονή Εσφιγμένου, μου είχε διηγηθή ο ευλαβής Γερο-Δωρόθεος ότι στο Γηροκομείο ερχόταν και βοηθούσε ένα Γεροντάκι με τέτοια μεγάλη απλότητα, αφού νόμιζε ότι η Ανάληψη, που εορτάζει η Μονή, ήταν μία μεγάλη Αγία όπως η Αγία Βαρβάρα και, όταν έκανε κομποσχοίνι, έλεγε: «Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»! Μια μέρα είχε έρθει στο Γηροκομείο ένας φιλάσθενος αδελφός, και, επειδή δεν υπήρχε κανένα δυναμωτικό φαγητό, το Γεροντάκι κατέβηκε γρήγορα – γρήγορα τα σκαλιά, πήγε στο υπόγειο και από το παραθυράκι που έβλεπε προς την θάλασσα, άπλωσε τα χέρια του και είπε: «Αγία μου Ανάληψη, δώσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό». Και ω του θαύματος! πετάχτηκε ένα μεγάλο ψάρι στα χέρια του, το πήρε πολύ φυσιολογικά, σαν να μη συνέβη τίποτε, και χαρούμενος το ετοίμασε, για να τονώση τον αδελφό.
Ο ίδιος Γέροντας μου είχε διηγηθή και για άλλον Πατέρα (νομίζω Παχώμιο), ο οποίος είχε πάει στην Καψάλα για ανώτερη άσκηση και είχε φθάσει σε μέτρα πνευματικά. [//10] Μια μέρα ένας Πατέρας της Μονής οικονόμησε δύο ψάρια και τα καθάριζε, για να πάη να τον ιδή και να του τα δώση ευλογία. Την ώρα όμως που τα ετοίμαζε, ένας κόρακας ξαφνικά του πήρε το ένα ψάρι και το πήγε στον π. Παχώμιο στην Καψάλα (απόσταση πεντέμισι ώρες). Ο π. Παχώμιος είχε λάβει πληροφορία από τον Θεό για την επίσκεψη του αδελφού και την στιγμή που σκεφτόταν τι να τον φιλέψη, ο κόρακας του άφησε το ψάρι. Όταν ήλθε μετά ο αδελφός και το έμαθε αυτό, δόξασε και αυτός τον Θεό, που τρέφει και στην εποχή μας τους ανθρώπους Του με τον κόρακα, όπως και τον Προφήτη Ηλία.
Επίσης στην Μονή Κουτλουμουσίου, πριν από λίγα χρόνια, ζούσε ένας Γέροντας, ο π. Χαράλαμπος, πολύ απλός αλλά και πολύ «βιαστής» όχι μόνο στα πνευματικά αλλά και στα διακονήματα, σε όλα ήταν προθυμότατος. Ο Πατήρ Χαράλαμπος θα έβγαζε τις περισσότερες δουλειές, γιατί στα τελευταία χρόνια είχαν μείνει λίγοι Πατέρες στην Μονή και αυτοί γέροι. Είχε δε και την Βιβλιοθήκη, αλλά τον έβγαλαν, επειδή δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα. Συνήθιζε να λέη: «Αφήστε τους ανθρώπους να διαβάζουν τα βιβλία». Δεν του περνούσε λογισμός ότι υπάρχουν και άνθρωποι που κλέβουν βιβλία. Είχε πολλή αγνότητα και απλότητα. Εκτός από τα πολλά διακονήματα που είχε, φύτευε ακόμη και δένδρα για τους μεταγενέστερους, γιατί πίστευε ότι η Μονή Κουτλουμουσίου πάλι θα επανδρωθή. Τα μεν χέρια του συνέχεια εργάζονταν για τους άλλους, ο δε νους του και η καρδιά του εργάζονταν στα πνευματικά δια της αδιαλείπτου προσευχής Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με. Στην Ακολουθία πάντα πρώτος. Κρατούσε μάλιστα τον ένα χορό ως ψάλτης. Την ώρα δε που ο Κανονάρχης πήγαινε στον άλλο χορό να κανοναρχήση, ο Πατήρ Χαράλαμπος έλεγε γρήγορα [//11] - γρήγορα την ευχή, για να μη διακόπτη την αδιάλειπτη προσευχή του.
Έτσι εργατικότατος και πνευματικότητας έζησε, χωρίς να το ρίξη κάτω. Αλλά δυστυχώς, μια βαριά γρίπη μόνο τον έριξε στο κρεβάτι, και ο γιατρός είπε στους Πατέρες να μην απομακρυνθούν από κοντά του, γιατί σε λίγη ώρα θα τελειώση η ζωή του. Ο Πατήρ το άκουσε κάτω από τις κουβέρτες και απήντησε:
- Τι λες; Εγώ δεν πεθαίνω, εάν δεν έρθη το Πάσχα να πω το Χριστός Ανέστη.
Πράγματι πέρασαν δύο μήνες σχεδόν, ήρθε το Πάσχα, είπε το Χριστός Ανέστη, κοινώνησε και μετά αναπαύθηκε. Το φιλότιμο απλό Γεροντάκι είχε γίνει πραγματικό παιδί του Θεού και μαζί με τον Θεό καθόρισε την ημέρα του θανάτου του.
Στην Σκήτη των Ιβήρων, ο Γερο-Νικόλαος από την Συνοδία των Μαρκιανών μου διηγήθηκε για έναν Πατέρα, που είχε και αυτός παιδική απλότητα, ότι κάποτε, όταν είχε στερέψει το πηγάδι τους, είχε κατεβάσει την εικόνα του Αγίου Νικολάου στο ξηροπήγαδο, με το σχοινί δεμένη από τον χαλκά, και είπε:
- Άγιε Νικόλαε, να ανέβης μαζί με το νερό, εάν θέλης να σου ανάβω το κανδήλι, αφού μπορείς να το κάνης αυτό. Βλέπεις, έρχονται τόσοι άνθρωποι, και δεν έχουμε λίγο κρύο νερό να τους δώσουμε.
Ω του θαύματος! το νερό ανέβαινε σιγά – σιγά, και η εικόνα του Αγίου έπλεε επάνω, μέχρι που την έπιασε με τα χέρια του, την ασπάσθηκε με ευλάβεια και την πήγε στο Ναό. (Αυτό έγινε πριν από πενήντα χρόνια περίπου).
Στην ίδια Σκήτη, λίγο πιο πάνω από αυτή την Καλύβη, είναι οι «Άγιοι Απόστολοι», όπου μένουν τώρα δύο Πατέρες, που είναι και κατά σάρκα αδέλφια. Στην Συνοδία αυτή ήταν και ο Γερο-Παχώμιος, στον οποίο έβλεπε κανείς ολοφάνερα την αγιότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Το Γεροντάκι αυτό ήταν πολύ απλό και τελείως αγράμματο αλλά πολύ χαριτωμένο. Στο Κυριακό της Σκήτης, όταν ερχόταν για να εκκλησιασθή τις εορτές, ποτέ δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά πάντα όρθιος στεκόταν, ακόμη και στις ολονυκτίες, και έλεγε την ευχή. Όταν τύχαινε να τον ρωτήση κανείς «πού βρίσκεται η Ακολουθία», απαντούσε:
- Ψαλτήρια – ψαλτήρια λένε οι Πατέρες.
Όλα ψαλτήρια τα έλεγε. Ούτε και από ψαλτικά ήξερε καθόλου, εκτός από το Χριστός Ανέστη, που έψαλλε το Πάσχα. Πάντα πρόθυμος να κάνη τα θελήματα των άλλων, χωρίς να έχη καθόλου θέλημα δικό του.
Όση στενοχώρια και εάν είχε κανείς, άμα έβλεπε τον Πατέρα Παχώμιο, του έφευγε. Όλοι τον αγαπούσαν, ακόμη και τα φίδια, που του είχαν εμπιστοσύνη και δεν έφευγαν, όταν τον έβλεπαν. Στην περιοχή της Καλύβης ήταν πολλά φίδια, γιατί υπήρχαν νερά. Οι άλλοι δύο Πατέρες πολύ φοβούνταν τα φίδια, ενώ ο Γερο-Παχώμιος τα πλησίαζε χαμογελαστός, τα έπιανε και τα έβγαζε έξω από τον φράχτη τους.
Μια μέρα, ενώ πήγαινε βιαστικός στην Καλύβη των Μαρκιανών, στο δρόμη βρήκε ένα μεγάλο φίδι, το οποίο τύλιξε στη μέση του σαν ζώνη, για να τελειώση πρώτα την δουλειά του και μετά να το βγάλη έξω από την περιοχή τους. Ο Πατήρ Ιάκωβος, μόλις τον είδε, τρόμαξε, και ο Πατήρ Παχώμιος παραξενεύτηκε γι’ αυτό.
Μετά μου έλεγε:
- Δεν ξέρω γιατί φοβάνται τα φίδια. Εκείνος ο δικός μας Πατήρ Ανδρέας φοβάται ακόμη και από τους σκορπιούς! Εγώ τους μαζεύω στη χούφτα μου τους σκορπιούς από τα ντουβάρια και τους πετάω έξω από την Καλύβα. Τώρα που τρέμουν τα χέρια μου από το πάρκινσον, τα μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τα βγάζω έξω.
[Ρώτησα τον Γέροντα:
- Γιατί δεν σε δαγκώνουν εσένα τα φίδια, Πάτερ Παχώμιε;
Μου απήντησε:
- Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σε ένα χαρτί «εάν έχης πίστη, πιάνεις και τα φίδια και τους σκορπιούς, και δεν σε πειράζουν».
Το άγιο αυτό Γεροντάκι, ο Πατήρ Παχώμιος, είχε αναπαυθή στις 22-10-1967, ένα χρόνο πριν από τον Γέροντα Παπα-Τύχωνα, για τον οποίο θα αναφέρω στην συνέχεια, καθώς και για άλλους Οσίους Πατέρες, που αγωνίσθηκαν φιλότιμα στο Περιβόλι της Παναγίας και εξαγνίσθηκαν με την βοήθεια της Καλής Μητέρας, της Αγνής Παρθένου. Έγιναν Στρατιώτες του Χριστού, νίκησαν τα πάθη τους, εξόντωσαν τον εχθρό διάβολο, αυτοί οι «Λοκατζήδες της Εκκλησίας μας», και στεφανώθηκαν από τον Χριστό με άφθαρτο στεφάνι.
Πολλούς από αυτούς είχα γνωρίσει και από κοντά, αλλά, δυστυχώς, δεν τους μιμήθηκα και έτσι βρίσκομαι πολύ μακριά τους. Εύχομαι όμως με όλη την καρδιά μου να τους μιμηθούν όσοι θα διαβάσουν τα θεία κατορθώματα τους και παρακαλώ να εύχωνται και εκείνοι για μένα τον ταλαίπωρο Παΐσιο. Αμήν.
Σελίδες: 184